θεριστικός

θεριστικός
η , ό[ν]
1) относящийся к жатве, жатвенный; служащий для жатвы, косьбы;

θεριστική μηχανή — жнейка, косилка;

2) истребительный, уничтожающий;

θεριστική βολή — воен, настильный огонь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θεριστικός" в других словарях:

  • θεριστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστικός — ή, ό (ΑΜ θεριστικός, ή, όν) [θεριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο χρήσιμος για θερισμό («θεριστική μηχανή») νεοελλ. 1. αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική βολή» η βολή που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες… …   Dictionary of Greek

  • θεριστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το θερισμό: Θεριστική μηχανή. 2. αυτός που προκαλεί το θάνατο σε πολλούς μαζί: Θεριστική βολή. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., θεριστικά έξοδα του θερισμού: Μου χρωστάει ακόμη τα θεριστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεριστικά — θεριστικός of neut nom/voc/acc pl θεριστικά̱ , θεριστικός of fem nom/voc/acc dual θεριστικά̱ , θεριστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστικόν — θεριστικός of masc acc sg θεριστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστικήν — θεριστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστικότητα — η [θεριστικός] 1. η ικανότητα για θερισμό 2. η ιδιότητα τής θεριστικής βολής …   Dictionary of Greek

  • πυρολόγος — ον, Α αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + λόγος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»